τουρκοκρατούμαι

τουρκοκρατούμαι
τουρκοκρατήθηκα, τουρκοκρατημένος, είμαι υπόδουλος στους Τούρκους: Η Κυρήνεια τουρκοκρατείται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τουρκοκρατούμαι — έομαι, Ν (για χώρες και λαούς) κατέχομαι από τους Τούρκους, είμαι υπόδουλος στους Τούρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κρατούμαι (πρβλ. ξενο κρατούμαι). Η λ., στη μτχ. τουρκοκρατούμενος, μαρτυρείται από το 1848 στον Γ. Ρουσιάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”